εὐκίνητον

εὐκίνητον
εὐκίνητος
easily moved
masc/fem acc sg
εὐκίνητος
easily moved
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • σφειλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον, προσφυές, δριμύ» …   Dictionary of Greek

  • σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԳԱԽԱՂԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0336 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ εὑκίνητον agilitas Արագախաղացն գոլ. արադաշարժութիւն. *Արագախաղացն գոլ. արագաշարժութիւն. *Արագախաղացութեամբ ջերմութեան զմտացն շարժմունս խառնուած ընկալեալ ասէ. Նիւս. կազմ. ՟Ժ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԴԻՒՐԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0633 Chronological Sequence: 5c, 12c գ. εὑκινησία, τὸ εὑκίνητον mobilitas Դիւրաշարժութիւն. փոփոխականութիւն. *Եւ ոչ ի մի ոք վստահանան յաղագս յերկոսին դիւրաշարժութեան եւ անկայուն գոլոյ. Առ որս. ՟Ժ՟Գ: *Դիւրաշարժութիւն անուոյ, կամ լեզուի,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”